Η προστασία και η διατήρηση των υδάτινων ενδιαιτημάτων των λιμνών Μικρής και Μεγάλης Πρέσπας στην Ελλάδα απαιτεί, μεταξύ άλλων, την έγκαιρη αξιολόγηση της πιθανής υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων τους και την ανίχνευση των απειλών που σχετίζονται με αυτήν. Μια προκαταρκτική μελέτη, υπό τον τίτλο “Έρευνα για την ποιότητα νερού και ιζημάτων στις λίμνες των Πρεσπών”, η οποία διεξήχθη το 2012 στο ελληνικό τμήμα της Πρέσπας, επιβεβαίωσε ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λίμνες είναι η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων τους, κυρίως λόγω της ρύπανσης από θρεπτικές ουσίες. Οι αυξημένες εισροές θρεπτικών συστατικών, φαινόμενο γνωστό και ως ευτροφισμός, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις λειτουργίες του οικοσυστήματος των Πρεσπών, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στη βιοποικιλότητα όσο και στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Λαμβάνοντας υπόψη το πρόβλημα του ευτροφισμού, την ανάγκη διεξοδικής έρευνας για την καλύτερη κατανόηση της κατάστασης και τις υποχρεώσεις για μία «καλή ποιοτική κατάσταση των υδάτων» που προβλέπονται από την Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά (2000/60), η Εταιρία Προστασίας Πρεσπών (ΕΠΠ) ξεκίνησε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο Radboud του Nijmegen, το ερευνητικό κέντρο B-Ware Center και το Πανεπιστήμιο και Ερευνητικό Κέντρο Wageningen της Ολλανδίας, με την πρόθεση να διερευνηθούν επαρκώς οι πτυχές που αφορούν τα προβλήματα της ποιότητας του νερού των δύο λιμνών των Πρεσπών στο ελληνικό τμήμα συμβάλλοντας σε ένα αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης.
Σκοπός του έργου ήταν η μελέτη των βιογεωχημικών διεργασιών που είναι ενδεικτικές για την αξιολόγηση του επιπέδου και της έκτασης της υποβάθμισης της ποιότητας του νερού που προκύπτει λόγω της ρύπανσης με θρεπτικά φορτία. Το πρόγραμμα αυτό αποτελούταν από δύο φάσεις: ένα εντατικό πρόγραμμα παρακολούθησης της ποιότητας των υδάτων και μια πειραματική φάση. Η φάση παρακολούθησης περιελάμβανε τη χωροχρονική καταγραφή των βασικών δεικτών ποιότητας του νερού, σε καθορισμένα σημεία δειγματοληψίας σε όλη την περιοχή της Μικρής και της Μεγάλης Πρέσπας και της λεκάνης απορροής τους. Οι δράσεις επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση των διεργασιών που συμβάλλουν σε αυξημένες συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών και στον εντοπισμό σημειακών και διάχυτων πηγών ρύπανσης. Τα δεδομένα αυτά συνέβαλαν στην κατανόηση των αιτιών που οδηγούν στο φαινόμενο του ευτροφισμού και στην αξιολόγηση των επιπτώσεών του.
Η δεύτερη φάση περιελάμβανε την πειραματική αξιολόγηση των συνολικών θρεπτικών φορτίων που εισρέουν στο σύστημα των λιμνών, καθώς και πειραματικές εφαρμογές που σχετίζονται με καινοτόμες μεθόδους αντιμετώπισης της ρύπανσης από θρεπτικές ουσίες. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος συνεργασίας, εκπονήθηκε, με την υποστήριξη της ΕΠΠ, σχετική διδακτορική διατριβή με θέμα “Αξιολόγηση του ευτροφισμού των λιμνών των Πρεσπών με τη χρήση βιοχημικών δεικτών”, ενώ παράλληλα συστάθηκε συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή με εμπειρογνώμονες από το ερευνητικό κέντρο B-Ware, το πανεπιστήμιο και το ερευνητικό κέντρο Wageningen, το πανεπιστήμιο Radboud, το ερευνητικό ινστιτούτο Tour du Valat και την ΕΠΠ.
2012 - 2017